Ένας λόγος που η ελληνική κρίση είναι
αβάσταχτη για τα θύματά της είναι ότι δεν φαίνεται το τέλος της, η αρχή
της αντίστροφης πορείας, η έξοδος. Η απουσία προοπτικής λειτουργεί
διαλυτικά, γιατί αδρανοποιεί ακόμη και τις πλέον δημιουργικές δυνάμεις,
που είτε ψάχνονται να φύγουν στο εξωτερικό είτε περιορίζονται στον
μικρόκοσμό τους.
Ακόμη και η μεγάλη οικονομική δυσπραγία μπορεί να είναι διαχειρίσιμη όταν υπάρχει δημόσια διοίκηση που λειτουργεί, διασφαλισμένο για όλους το δικαίωμα στην υγεία και την παιδεία, στοιχειώδης κοινωνική δικαιοσύνη, η επίφαση -έστω- μιας ευνομούμενης πολιτείας, μαζί με την πεποίθηση ότι τελειώσαμε με τη βύθιση και αρχίζει η άνωση. Δεν είμαστε, όμως, εκεί.
Παρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαμορφώνεται ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον γύρω από το ελληνικό πρόβλημα, παρόλο που κυοφορούνται θετικές αποφάσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, το πολιτικό σύστημα υπονομεύει την ανάκαμψη λόγω μεταρρυθμιστικής αδράνειας και διάθεσης επιστροφής στο status quo ante.
Ζούμε μια κάθοδο διαρκή που συνεχίζεται και συνεχίζεται παρά τις πολιτικές διαβεβαιώσεις ότι όπου να ναι αφήνουμε πίσω τα μνημόνια και η λιτότητα. Ένα θέμα είναι ότι ποιος πιστεύει τι λένε οι επαγγελματίες της εξουσίας, άλλο θέμα είναι η αμείλικτη πραγματικότητα που δείχνει ότι δεν υπάρχουν δουλειές και δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, η πλήρης απασχόληση γίνεται πολυτέλεια, τα εισοδήματα μειώνονται αλλά το κόστος ζωής δεν πέφτει, το στρεβλό, δαπανηρό, ανορθολογικό κοινωνικό κράτος που είχαμε σμπαριαλιάστηκε χωρίς να έχει αντικατασταθεί από νέες δομές, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, ο φόβος, που κάποιες φορές γίνεται άγριος και επιθετικός.
Συμβαίνουν φρικτά πράγματα: Όποιος δεν έχει λεφτά, δεν έχει τίποτα. Μπορεί να καταστρέψει την υγεία του, ακόμη και να χάσει τη ζωή του. Όποιος δεν έχει δουλειά, δεν έχει μέλλον, γιατί ακόμη και αν βρει κάτι αργότερα, θα είναι με πολύ χειρότερους όρους, πολύ κατώτερο των προσόντων του, σχεδόν σαν τιμωρία. Στη νέα γενιά δεν δόθηκε το δικαίωμα να ονειρευτεί ότι θα ζήσει ωραία ή έστω με αξιοπρέπεια στην πατρίδα της, οι μεγαλύτεροι έχασαν ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούν να συντηρήσουν το επίπεδο ζωής που έφτιαξαν με εύκολα δάνεια, άλλοι βρέθηκαν εκτός παραγωγικής διαδικασίας στα 40 και στα 50 τους χρόνια, μαθαίνοντας με τον πιο οδυνηρό τρόπο τι θα πει κενό.
Οι πολλοί δεν ξέρουν πώς θα είναι η ζωή τους από το φθινόπωρο και μετά, δεν μπορούν να προγραμματίσουν τίποτα μεσοπρόθεσμο, δεν έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν ο,τιδήποτε, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, ξέρουν ότι μπορεί να υποστούν και άλλη καθίζηση βιοτικού επιπέδου, ότι υπάρχουν και άλλα δεινά για τη χώρα, ότι ακόμη και αν οι ίδιοι γλιτώσουν το χειρότερο, αυτό θα βρει τον διπλανό τους. Ένας καθολικός εγκλωβισμός. Οι τυχεροί απλώς αγωνιούν για το αύριο, οι άτυχοι έχουν απελπιστεί και δεν σκέφτονται την επόμενη μέρα, αφού είναι αδυσώπητο το σήμερα και το τώρα. Και κάποιοι λίγοι δεν αγγίχθηκαν καθόλου από την κρίση.
Οι εκρηκτικές ανισότητες, που μάλλον μεγεθύνθηκαν στα χρόνια των μνημονίων, κάνουν ακόμη πιο θλιβερό το σκηνικό, αφού εμπεδώνεται η αίσθηση της παρακμής και της απώλειας, μια κοινωνία των δύο τρίτων, όπου το ένα τρίτο παρακολουθεί από τα θεωρεία τα δύο τρίτα να σπαράσσονται.
Μια κοινωνία που δεν ελπίζει, δεν πιστεύει και φοβάται, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, όπου η έννοια της συλλογικότητας είναι ανάπηρη. Πιο πολύ λειτουργεί η οικογένεια και πιο λίγο η ευρύτερη ομάδα, αυτό που λέμε κοινωνικό σύνολο είναι ένα άθροισμα μονάδων και σογιών, ιστορικά ο διχασμός ακολουθεί ακόμη και τις πλέον μεγαλειώδεις στιγμές ομοψυχίας.
Άλλωστε, πάντα εδώ τα πράγματα πήγαιναν μπροστά από αποφασισμένες μειοψηφίες που άνοιγαν δρόμους για να τους ακολουθήσει μετά η πλειοψηφία ξεχνώντας πολλές φορές τι προηγήθηκε. Τώρα όμως δεν ακούμε και δεν βλέπουμε αποφασισμένες μειοψηφίες, που κάπου θα υπάρχουν, αλλά μόνο μια ζαλισμένη πλειοψηφία που ούτε κατάλαβε τι της συνέβη ούτε ξέρει τι έρχεται.
Ακόμη και η μεγάλη οικονομική δυσπραγία μπορεί να είναι διαχειρίσιμη όταν υπάρχει δημόσια διοίκηση που λειτουργεί, διασφαλισμένο για όλους το δικαίωμα στην υγεία και την παιδεία, στοιχειώδης κοινωνική δικαιοσύνη, η επίφαση -έστω- μιας ευνομούμενης πολιτείας, μαζί με την πεποίθηση ότι τελειώσαμε με τη βύθιση και αρχίζει η άνωση. Δεν είμαστε, όμως, εκεί.
Παρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαμορφώνεται ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον γύρω από το ελληνικό πρόβλημα, παρόλο που κυοφορούνται θετικές αποφάσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, το πολιτικό σύστημα υπονομεύει την ανάκαμψη λόγω μεταρρυθμιστικής αδράνειας και διάθεσης επιστροφής στο status quo ante.
Ζούμε μια κάθοδο διαρκή που συνεχίζεται και συνεχίζεται παρά τις πολιτικές διαβεβαιώσεις ότι όπου να ναι αφήνουμε πίσω τα μνημόνια και η λιτότητα. Ένα θέμα είναι ότι ποιος πιστεύει τι λένε οι επαγγελματίες της εξουσίας, άλλο θέμα είναι η αμείλικτη πραγματικότητα που δείχνει ότι δεν υπάρχουν δουλειές και δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, η πλήρης απασχόληση γίνεται πολυτέλεια, τα εισοδήματα μειώνονται αλλά το κόστος ζωής δεν πέφτει, το στρεβλό, δαπανηρό, ανορθολογικό κοινωνικό κράτος που είχαμε σμπαριαλιάστηκε χωρίς να έχει αντικατασταθεί από νέες δομές, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, ο φόβος, που κάποιες φορές γίνεται άγριος και επιθετικός.
Συμβαίνουν φρικτά πράγματα: Όποιος δεν έχει λεφτά, δεν έχει τίποτα. Μπορεί να καταστρέψει την υγεία του, ακόμη και να χάσει τη ζωή του. Όποιος δεν έχει δουλειά, δεν έχει μέλλον, γιατί ακόμη και αν βρει κάτι αργότερα, θα είναι με πολύ χειρότερους όρους, πολύ κατώτερο των προσόντων του, σχεδόν σαν τιμωρία. Στη νέα γενιά δεν δόθηκε το δικαίωμα να ονειρευτεί ότι θα ζήσει ωραία ή έστω με αξιοπρέπεια στην πατρίδα της, οι μεγαλύτεροι έχασαν ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούν να συντηρήσουν το επίπεδο ζωής που έφτιαξαν με εύκολα δάνεια, άλλοι βρέθηκαν εκτός παραγωγικής διαδικασίας στα 40 και στα 50 τους χρόνια, μαθαίνοντας με τον πιο οδυνηρό τρόπο τι θα πει κενό.
Οι πολλοί δεν ξέρουν πώς θα είναι η ζωή τους από το φθινόπωρο και μετά, δεν μπορούν να προγραμματίσουν τίποτα μεσοπρόθεσμο, δεν έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν ο,τιδήποτε, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, ξέρουν ότι μπορεί να υποστούν και άλλη καθίζηση βιοτικού επιπέδου, ότι υπάρχουν και άλλα δεινά για τη χώρα, ότι ακόμη και αν οι ίδιοι γλιτώσουν το χειρότερο, αυτό θα βρει τον διπλανό τους. Ένας καθολικός εγκλωβισμός. Οι τυχεροί απλώς αγωνιούν για το αύριο, οι άτυχοι έχουν απελπιστεί και δεν σκέφτονται την επόμενη μέρα, αφού είναι αδυσώπητο το σήμερα και το τώρα. Και κάποιοι λίγοι δεν αγγίχθηκαν καθόλου από την κρίση.
Οι εκρηκτικές ανισότητες, που μάλλον μεγεθύνθηκαν στα χρόνια των μνημονίων, κάνουν ακόμη πιο θλιβερό το σκηνικό, αφού εμπεδώνεται η αίσθηση της παρακμής και της απώλειας, μια κοινωνία των δύο τρίτων, όπου το ένα τρίτο παρακολουθεί από τα θεωρεία τα δύο τρίτα να σπαράσσονται.
Μια κοινωνία που δεν ελπίζει, δεν πιστεύει και φοβάται, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, όπου η έννοια της συλλογικότητας είναι ανάπηρη. Πιο πολύ λειτουργεί η οικογένεια και πιο λίγο η ευρύτερη ομάδα, αυτό που λέμε κοινωνικό σύνολο είναι ένα άθροισμα μονάδων και σογιών, ιστορικά ο διχασμός ακολουθεί ακόμη και τις πλέον μεγαλειώδεις στιγμές ομοψυχίας.
Άλλωστε, πάντα εδώ τα πράγματα πήγαιναν μπροστά από αποφασισμένες μειοψηφίες που άνοιγαν δρόμους για να τους ακολουθήσει μετά η πλειοψηφία ξεχνώντας πολλές φορές τι προηγήθηκε. Τώρα όμως δεν ακούμε και δεν βλέπουμε αποφασισμένες μειοψηφίες, που κάπου θα υπάρχουν, αλλά μόνο μια ζαλισμένη πλειοψηφία που ούτε κατάλαβε τι της συνέβη ούτε ξέρει τι έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου