Ο Κώστας Λαπαβίτσας*, καθηγητής Οικονομικών στο Λονδίνο, ακτινογραφεί τις αιτίες και τις λύσεις για την κρίση. Mακριά από ιδεοληψίες περί "προνομιούχων", "τεμπέληδων", "συντεχνιών" κι άλλα τέτοιου είδους φθηνά στερεοτύπα που δεν προσφέρουν τίποτα σοβαρό στη συζήτηση. Και μόνο να δει κάποιος ότι τα κρατικά χρέη (ως υποπροϊόν της κρίσης των τραπεζών και των κερδοφοριών), έχουν γονατίσει τις πλέον ισχυρές δυνάμεις -όχι μόνο στην ευρωζώνη αλλά και στις ΗΠΑ της Γουόλ Στριτ και στη Βρετανία του Σίτι του Λονδίνου, που μόνο για συσσώρρευση "προνομιούχουν στο δημόσιο" δεν μπορούν να κατηγορηθούν- μπορεί να καταλάβει την ένδεια τέτοιων παιδιάστικων επιχειρημάτων. Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται βαθύτερα.
Ο Κ. Λαπαβίτσας απαντά στα ερωτήματα: Πού οφείλεται η αναταραχή και τι λύσεις μπορούν να υπάρξουν στα διλήμματα που εγείρει η νέα κρίση; Σκληρή λιτότητα ή παύση πληρωμών του χρέους;
Η αναταραχή στην Ευρωζώνη οφείλεται στην παγκόσμια κρίση χρηματιστικοποίησης η οποία ξέσπασε το 2007. Αλλά οφείλεται επίσης και στον στρεβλό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η συστηματική πίεση επί της εργασίας έχει εντείνει τις διαφορές στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, διαχωρίζοντας την Ευρωζώνη σε κέντρο και περιφέρεια.
Η περιφέρεια (Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) δε μπόρεσε να ανταγωνιστεί το κέντρο, ενώ τελεί υπό τους περιορισμούς ενιαίας νομισματικής πολιτικής και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κατέγραψε έτσι ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία αντικαθρεφτίζουν πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών - κυρίως στη Γερμανία.
Τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι αναγκαίο να χρηματοδοτηθούν με ροές κεφαλαίου από το εξωτερικό. Αυτές οι ροές μπορεί είτε να δημιουργούν χρέη, π.χ. τραπεζικά δάνεια ή ροές χαρτοφυλακίου, είτε να μην δημιουργούν χρέη, π.χ. άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ). Επιπλέον, τα δημοσιονομικά ελλείμματα απαραιτήτως αντιστοιχούν σε χρηματοοικονομικά ελλείμματα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Στην περιφέρεια, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν επέτρεψε στο δημόσιο τομέα να καταγράψει συστηματικά χρηματοοικονομικά ελλείμματα. Κατά συνέπεια, τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντιστοιχούν κυρίως σε χρηματοοικονομικά ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα. Επιπέον, τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτήθηκαν κατά κόρον με τραπεζικά δάνεια από το κέντρο.
Εν ολίγοις, το χρέος οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα εντός της ΟΝΕ. Ανίκανοι να ανταγωνιστούν το κέντρο, οι ιδιωτικοί τομείς της περιφέρειας δημιούργησαν μεγάλα χρηματοοικονομικά ελλείμματα. Η κατανάλωση αυξήθηκε και στις τρεις χώρες, ενώ προέκυψε φούσκα ακινήτων στην Ισπανία. Οι ροές κεφαλαίου από το εξωτερικό -συνήθως δάνεια από τράπεζες του κέντρου - αποτέλεσαν την πηγή χρηματοδότησης. Επιπλέον, το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα βρήκε την ευκαιρία να επεκταθεί, διογκώνοντας έτσι την εγχώρια χρηματιστικοποίηση και το εγχώριο χρέος.
Αποτέλεσμα ήταν να συσσωρευτούν τεράστια χρέη, εν μέρει προς το εξωτερικό (και οφειλόμενα στον πυρήνα) και εν μέρει εγχώρια (που αντικαθρεφτίζουν την εγχώρια χρηματιστικοποίηση).
Καταμετρώντας το βάρος του περιφερειακού χρέους
Το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας βρίσκεται, αντιστοίχως, στα 5315, 783 και 703 δις ευρώ ή στο 506%, 479% και 296% του ΑΕΠ. Το συνολικό χρέος αυξήθηκε περίπου δύο με τρεις φορές στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Ο λόγος του ιδιωτικού προς το δημόσιο χρέος στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα είναι, αντιστοίχως, 87:13, 85:15 και 58:42. Ο μεγάλος όγκος του χρέους που δημιουργήθηκε πρόσφατα και κατά την περίοδο λειτουργίας της ΟΝΕ ήταν ιδιωτικός, ενώ το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατ’ αναλογία. Αλλά η ύφεση κατά την περίοδο 2008-9 αύξησε το δημόσιο χρέος και το μετέτρεψε σε κύριο μοχλό της κρίσης της Ευρωζώνης. Το ελληνικό κράτος είναι πολύ πιο χρεωμένο από τα άλλα δύο για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους.
Ο λόγος του εξωτερικού προς το εγχώριο χρέος στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα είναι, αντιστοίχως, 33:67, 49:51, 51:49. Η αναλογία του εξωτερικού χρέους έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την περίοδο της ΟΝΕ. Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει γίνει κατά μεγάλο μέρος εξωτερικό επειδή οι ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές αγορές υπερεκτίμησαν συστηματικά τη φερεγγυότητα των περιφερειακών κρατών.
Αδύναμες τράπεζες
Το περιφερειακό χρέος αντιπροσωπεύει σημαντική απειλή για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες του κέντρου -κυρίως γερμανικές και γαλλικές- εκτέθηκαν πολύ στο περιφερειακό χρέος λόγω των υψηλών αποδόσεών του. Επιπροσθέτως, όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν ουσιαστικά προβλήματα χρηματοδότησης επειδή χρηματοδοτούν μεγάλα ενεργητικά σε δολάρια με παθητικά σε ευρώ.
Τα πακέτα παρεμβάσεων του Μαίου 2010 δόθηκαν φαινομενικά σε περιφερειακά κράτη, αλλά στην πράξη στόχευαν στις τράπεζες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρέσχε ρευστότητα στις τράπεζες· άρχισε επίσης να αγοράζει το δημόσιο χρέος της περιφέρειας με στόχο να ανακουφίσει τις τράπεζες. Η κρατική παρέμβαση κατεύνασε προσωρινά τις αγορές, αλλά δεν έλυσε τελεσίδικα το πρόβλημα της κρίσης. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να διακρατούν σημαντικά ποσά περιφερειακού χρέους, ενώ αντιμετωπίζουν επίσης προβλήματα χρηματοδότησης.
Η μάστιγα της λιτότητας
Η διάσωση των τραπεζών είχε ως τίμημα τη λιτότητα, με αρνητικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες. Η λιτότητα θα συμπιέσει τις δημόσιες δαπάνες και θα αποδυναμώσει την ιδιωτική κατανάλωση, δηλαδή τα στοιχεία συνολικής ζήτησης που είχαν παρουσιάσει κάποια ζωτικότητα κατά την ύφεση του 2008-9. Με δεδομένη την κατάρρευση των επενδύσεων και την οπισθοχώρηση των πιστώσεων, η λιτότητα επιφέρει τον κίνδυνο ύφεσης.
Δεν είναι πειστικό ότι μπορούν οι εξαγωγές να στηρίξουν την ανάπτυξη σε όλη την Ευρωζώνη, αν λάβουμε υπόψη μας πόσο αδύναμη είναι η ζήτηση παγκοσμίως. Επιπλέον, η λιτότητα μάλλον θα πιέσει τις αμοιβές προς τα κάτω σε όλη την Ευρωζώνη, κάνοντας έτσι εντονότερο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του κέντρου - πρωτίστως της Γερμανίας. Η αντίθεση ανάμεσα στα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας και στα ελλείμματα της περιφέρειας πιθανότατα θα οξυνθεί.
Η λιτότητα θα επιδεινώσει την κατανομή εισοδήματος σε όλη την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Και μια που συνοδεύεται από περαιτέρω φιλελευθεροποίηση, η λιτότητα θα αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων εις βάρος της εργασίας και προς όφελος του κεφαλαίου.
Η προοπτική της αθέτησης πληρωμών
Το βάρος του χρέους και οι αρνητικές πλευρές της λιτότητας δημιουργούν την προοπτική αθέτησης πληρωμών του δημόσιου χρέους των περιφερειακών χωρών. Αλλά η αθέτηση πληρωμών θα μπορούσε στην πράξη να προέρχεται από πρωτοβουλία είτε του πιστωτή είτε του οφειλέτη. Αν προέρχεται από τον πιστωτή, είναι μάλλον απίθανο να οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις του χρέους· μπορεί επίσης να αποφέρει κέρδη στις τράπεζες που θα διαχειριστούν τη διαδικασία.
Η αθέτηση πληρωμών που προέρχεται από πρωτοβουλία του οφειλέτη θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το περιφερειακό χρέος. Στις προϋποθέσεις συμπεριλαμβάνεται η μονομερής παύση πληρωμών και η πλήρης διαφάνεια επί του δημόσιου χρέους, με άμεση συμμετοχή εργατικών οργανώσεων και κοινωνίας των πολιτών. Θα ακολουθήσει επαναδιαπραγμάτευση τους χρέους με τους ξένους δανειστές, αλλά και με τους εντόπιους κατόχους, ιδίως τις τράπεζες. Υπάρχει κίνδυνος να αποκοπεί η χώρα από τις κεφαλαιαγορές για κάποια περίοδο. Εντούτοις, η εμπειρία της Αργεντινής και της Ρωσίας δείχνει ότι η αθέτηση πληρωμών του χρέους από τον οφειλέτη μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, αν είναι γρήγορη και αποφασιστική.
Η αθέτηση πληρωμών του χρέους από τον οφειλέτη δημιουργεί την προοπτική της εξόδου από την Ευρωζώνη. Η έξοδος θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, καθώς και της άρσης των περιορισμών που οφείλονται στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, θα απειλούσε το τραπεζικό σύστημα και θα διατάρασσε τη νομισματική κυκλοφορία. Αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με σειρά μέτρων τα οποία θα μεταβάλλουν την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων προς όφελος της εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα, η έξοδος από την Ευρωζώνη θα απαιτούσε -τουλάχιστον- δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο επί των τραπεζών και άλλων τομέων της οικονομίας, εκτεταμένους ελέγχους επί των ροών κεφαλαίου, μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος ώστε να περιλαμβάνει τους πλούσιους και το κεφάλαιο, θέσπιση βιομηχανικής πολιτικής και συστηματική αναδιάρθρωση του κράτους. Εν ολίγοις, η έξοδος θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία για συνολική αντιστροφή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής. Για το λόγο αυτόν η έξοδος απαιτεί ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες.
* Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι Καθηγητής Οικονομικών στη σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και συμμετέχει στην Πρωτοβουλία Οικονομολόγων για τη διαγραφή του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου