Οι σημερινές συνθήκες οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα και παράλληλα αδυναμίας πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, καθιστούν τις συγχωνεύσεις τραπεζών στη χώρα μας ένα πολύ δύσκολο και υψηλού κόστους εγχείρημα, αναφέρει μιλώντας στο Capital.gr o αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Μιχάλης Κολακίδης.
«Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων συνήθως αποσκοπούν σε οφέλη/συνέργειες από αύξηση εσόδων και εξοικονόμηση δαπανών. Η εκτίμηση μου είναι ότι η συγχώνευση όποιων δύο μεγάλων τραπεζών στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε μερική, αλλά σοβαρή απώλεια εργασιών και πελατών από μέχρι τώρα κοινούς πελάτες που θα αποζητήσουν μια νέα ΄δεύτερη τράπεζα΄. Αυτή η απώλεια θα μπορούσε να ανακτηθεί μεσοπρόθεσμα αν και εφόσον η νέα μεγάλη τράπεζα είναι πολύ πιο ανταγωνιστική από τις υπόλοιπες ή αν στην αγορά υπάρχει ανάπτυξη. Στην ελληνική αγορά δεν νομίζω ότι ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο», αναφέρει ο κ. Κολακίδης.
Όπως εκτιμά, οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από τη συγχώνευση δραστηριοτήτων στο εξωτερικό όπου οι συγχωνευόμενες θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών, από μεσαίου μεγέθους, θα μετατρέπονταν σε μια από τις 3-4 μεγαλύτερες στην κάθε χώρα, ισχυροποιώντας την παρουσία και την πελατεία τους. Αυτό ακριβώς έχει πράξει και η Eurobank στην Πολωνία μέσω της στρατηγικής συνεργασίας με τη Raiffeisen, όπου η συγχώνευση των θυγατρικών τους θα έχει σημαντικά αμοιβαία οφέλη.
Αναφορικά με το σκέλος εξοικονόμησης δαπανών για τις τράπεζες, ο κ. Κολακίδης θεωρεί ότι τα πράγματα είναι προς το παρόν πολύ δύσκολα.
«Λόγω της ύφεσης αντιμετωπίζουμε συρρίκνωση εσόδων και ήδη έχουμε προχωρήσει σε πολλές ενέργειες περικοπής δαπανών. Μια συγχώνευση μεταξύ οποιωνδήποτε μεγάλων ελληνικών τραπεζών θα οδηγούσε σε πλεόνασμα προσωπικού 4.000-5.000 ατόμων. Τα άτομα αυτά είτε θα διατηρηθούν για κάποιο χρόνο σε θέσεις εργασίας, αλλά θα είναι πλεονασματικά και περιττά και παράλληλα ο οργανισμός θα είναι αναποτελεσματικός, ασυντόνιστος και γεμάτος εσωτερικές έριδες για ποιος θα επικρατήσει. Είτε, τεχνοκρατικά θα επιλεγεί η λύση της σταδιακής έστω απομάκρυνσής τους, κάτι που θεωρώ κοινωνικά μη αποδεκτό στη σημερινή συγκυρία της αυξανόμενης ανεργίας, αλλά και εσωτερικά για τις ίδιες τις τράπεζες θα είναι επιβλαβές και επικίνδυνο λόγω της αναστάτωσης και ανασφάλειας που θα προκύψει στο προσωπικό», επισημαίνει.
Όπως τονίζει ο κ. Κολακίδης, πρόσφορες συνθήκες για συγχωνεύσεις υπάρχουν σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης και επέκτασης εργασιών όπου οι νέες εργασίες θα απορροφήσουν μεγάλο μέρος του πλεονάζοντος δυναμικού. «Οι σημερινές συνθήκες δεν είναι οι πιο κατάλληλες. Οι τράπεζες πρέπει να εστιάσουν στη διαχείριση και μείωση του λειτουργικού τους κόστους, σε αναδιάταξη της οργάνωσης και των εργασιών τους για να είναι πιο ανταγωνιστικές. Αυτό δύσκολα επιτυγχάνεται μέσα από τις διεργασίες μιας συγχώνευσης. Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα, με δυναμισμό αλλά και ευελιξία οργανικά στις υφιστάμενες τράπεζες από τις σημερινές διοικήσεις», αναφέρει ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
Όπως προσθέτει, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα θα αρθούν όταν εκλείψουν οι λόγοι που το προκάλεσαν, δηλαδή η δημοσιονομική εκτροπή και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. «Οι τράπεζες θα επιστρέψουν σε αναπτυξιακή πορεία όταν αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος. Για να συμβεί αυτό, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι το μέγεθος τους, αλλά η πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας και η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές» δηλώνει ο κ. Κολακίδης, επισημαίνοντας ότι, παρά τις αντίξοες σημερινές συνθήκες όλες οι διοικήσεις κοιτάζουν και πιο μακριά, πιο μακροπρόθεσμα και μ’ αυτό το σκεπτικό όλες οι εναλλακτικές αξιολογούνται σε συνεχή βάση. «Δεν θεωρώ απίθανο να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για να προκύψουν, μετά από προσεκτικό σχεδιασμό ενδιαφέροντες και συμφέροντες συνδυασμοί με οφέλη όχι άμεσα αλλά σε μακροπρόθεσμη προοπτική για τις τράπεζες», καταλήγει.
«Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων συνήθως αποσκοπούν σε οφέλη/συνέργειες από αύξηση εσόδων και εξοικονόμηση δαπανών. Η εκτίμηση μου είναι ότι η συγχώνευση όποιων δύο μεγάλων τραπεζών στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε μερική, αλλά σοβαρή απώλεια εργασιών και πελατών από μέχρι τώρα κοινούς πελάτες που θα αποζητήσουν μια νέα ΄δεύτερη τράπεζα΄. Αυτή η απώλεια θα μπορούσε να ανακτηθεί μεσοπρόθεσμα αν και εφόσον η νέα μεγάλη τράπεζα είναι πολύ πιο ανταγωνιστική από τις υπόλοιπες ή αν στην αγορά υπάρχει ανάπτυξη. Στην ελληνική αγορά δεν νομίζω ότι ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο», αναφέρει ο κ. Κολακίδης.
Όπως εκτιμά, οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από τη συγχώνευση δραστηριοτήτων στο εξωτερικό όπου οι συγχωνευόμενες θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών, από μεσαίου μεγέθους, θα μετατρέπονταν σε μια από τις 3-4 μεγαλύτερες στην κάθε χώρα, ισχυροποιώντας την παρουσία και την πελατεία τους. Αυτό ακριβώς έχει πράξει και η Eurobank στην Πολωνία μέσω της στρατηγικής συνεργασίας με τη Raiffeisen, όπου η συγχώνευση των θυγατρικών τους θα έχει σημαντικά αμοιβαία οφέλη.
Αναφορικά με το σκέλος εξοικονόμησης δαπανών για τις τράπεζες, ο κ. Κολακίδης θεωρεί ότι τα πράγματα είναι προς το παρόν πολύ δύσκολα.
«Λόγω της ύφεσης αντιμετωπίζουμε συρρίκνωση εσόδων και ήδη έχουμε προχωρήσει σε πολλές ενέργειες περικοπής δαπανών. Μια συγχώνευση μεταξύ οποιωνδήποτε μεγάλων ελληνικών τραπεζών θα οδηγούσε σε πλεόνασμα προσωπικού 4.000-5.000 ατόμων. Τα άτομα αυτά είτε θα διατηρηθούν για κάποιο χρόνο σε θέσεις εργασίας, αλλά θα είναι πλεονασματικά και περιττά και παράλληλα ο οργανισμός θα είναι αναποτελεσματικός, ασυντόνιστος και γεμάτος εσωτερικές έριδες για ποιος θα επικρατήσει. Είτε, τεχνοκρατικά θα επιλεγεί η λύση της σταδιακής έστω απομάκρυνσής τους, κάτι που θεωρώ κοινωνικά μη αποδεκτό στη σημερινή συγκυρία της αυξανόμενης ανεργίας, αλλά και εσωτερικά για τις ίδιες τις τράπεζες θα είναι επιβλαβές και επικίνδυνο λόγω της αναστάτωσης και ανασφάλειας που θα προκύψει στο προσωπικό», επισημαίνει.
Όπως τονίζει ο κ. Κολακίδης, πρόσφορες συνθήκες για συγχωνεύσεις υπάρχουν σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης και επέκτασης εργασιών όπου οι νέες εργασίες θα απορροφήσουν μεγάλο μέρος του πλεονάζοντος δυναμικού. «Οι σημερινές συνθήκες δεν είναι οι πιο κατάλληλες. Οι τράπεζες πρέπει να εστιάσουν στη διαχείριση και μείωση του λειτουργικού τους κόστους, σε αναδιάταξη της οργάνωσης και των εργασιών τους για να είναι πιο ανταγωνιστικές. Αυτό δύσκολα επιτυγχάνεται μέσα από τις διεργασίες μιας συγχώνευσης. Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα, με δυναμισμό αλλά και ευελιξία οργανικά στις υφιστάμενες τράπεζες από τις σημερινές διοικήσεις», αναφέρει ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
Όπως προσθέτει, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα θα αρθούν όταν εκλείψουν οι λόγοι που το προκάλεσαν, δηλαδή η δημοσιονομική εκτροπή και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. «Οι τράπεζες θα επιστρέψουν σε αναπτυξιακή πορεία όταν αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος. Για να συμβεί αυτό, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι το μέγεθος τους, αλλά η πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας και η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές» δηλώνει ο κ. Κολακίδης, επισημαίνοντας ότι, παρά τις αντίξοες σημερινές συνθήκες όλες οι διοικήσεις κοιτάζουν και πιο μακριά, πιο μακροπρόθεσμα και μ’ αυτό το σκεπτικό όλες οι εναλλακτικές αξιολογούνται σε συνεχή βάση. «Δεν θεωρώ απίθανο να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για να προκύψουν, μετά από προσεκτικό σχεδιασμό ενδιαφέροντες και συμφέροντες συνδυασμοί με οφέλη όχι άμεσα αλλά σε μακροπρόθεσμη προοπτική για τις τράπεζες», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου